Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δρομάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δρομάς, -άδος, , (δραμεῖν), 1. αυτός που τρέχει, σε Ευρ.· ἄντυξ δρ., γρήγορα περιστρεφόμενος τροχός, σε Σοφ.· επίσης με ουδ. ουσ., σε Ευρ. 2. όπως το φοιτάς, περιπλανώμενος άγρια, μανιώδης, στον ίδ.