Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δριμύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δρῑμύς, -εῖα, , I. διαπεραστικός, κοφτερός, οξύς, Λατ. acer, λέγεται για βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., δριμεῖα μάχη, δριμὺς χόλος, στο ίδ.· δριμὺ μένος, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για πράγματα, που επηρεάζουν την όραση και τη γεύση, καυστικός, οξύς, ερεθιστικός, όπως ο καπνός, σε Αριστοφ.· άγριος, πικρός, όπως τα χόρτα, βότανα, σε Ξεν.· οξύς, έντονος, λέγεται για οσμή, σε Αριστοφ. III. μεταφ., λέγεται για πρόσωπα, πικρόχολος, καυστικός, δηκτικός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, ζωηρός, τσουχτερός, σε Ευρ.· δριμὺ βλέπειν, κοιτάζω αυστηρά ή με πικρία, σε Αριστοφ.