Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δραχμή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δραχμή, (δράσσομαι), κυρίως, όσα μπορεί να συγκρατήσει κάποιος μέσα στην παλάμη του, όπως το δράγμα· 1. μία από τις Αττ. μονάδες βάρους, δραχμή, που ζύγιζε γύρω στα 4,3 γραμμάρια· η Αιγινήτικη ήταν τα 2/3 της Αττικής. 2. Αττ. νομισματική μονάδα, δραχμή, αξίας 6 οβολών, δηλ. περίπου = με το Ρωμαϊκό denarius και το Γαλλ. franc, σε Ηρόδ. κ.λπ.