LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δρέπανον"
- δρέπᾰνον, τό (δρέπω), = δρεπάνη, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. 1. δρεπάνι, εργαλείο για τον θερισμό, σε Ξεν. 2. καμπυλοειδές ξίφος, σπαθί, γιαταγάνι, σε Ηρόδ.