LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δράκων"
- δρᾰκών, μτχ. αορ. βʹ του δέρκομαι.
- δράκων[ᾰ], -οντος, ὁ (δρᾰκεῖν), δράκοντας ή φίδι τεραστίου μεγέθους, πύθωνας, σε Όμηρ. κ.λπ.