Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δοῦπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δοῦπος, , κάθε βαρύς, υπόκωφος θόρυβος, γδούπος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη μάχη, για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο πλήθος· βρύχηθμος, μουγκρητό της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο τύπος γδουπ-έω, συνδέεει τη λέξη με το κτύπ-ος).