Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δοῦλος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
δοῦλος, , I. κυρίως, δέσμιος ή σκλάβος εκ γενετής, αντίθ. προς το κάνω κάποιον δούλο, που πριν ήταν ελεύθερος (ἀνδράποδον), σε Θουκ.· έπειτα, γενικά, σκλάβος, υπηρέτης, σε Ηρόδ.· ο Όμηρ. έχει μόνο το θηλ. δούλη, , θεράπαινα, υπηρέτρια· χρημάτων δ., υπηρέτης, σκλάβος του χρήματος, σε Ευρ. II. ως επίθ., δοῦλος, , -ον, δουλικός, υπηρετικός, υποτελής, υπόδουλος, σε Σοφ. κ.λπ. III. τὸ δοῦλον = οἱ δοῦλοι, σε Ευρ.· επίσης, δουλεία, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
δουλοσύνη, , δουλεία, δουλική εργασία, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Ευρ.
δουλόσυνος, -ον, (δοῦλος II), υπόδουλος, υποταγμένος σε, τινι, σε Ευρ.