LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δουλεύω"
- δουλεύω, μέλ. -σω (δοῦλος)· 1. είμαι δούλος, τινί σε κάποιον, σε Πλάτ. κ.λπ.· παρά τινι, σε Δημ.· με σύστ. αιτ., δουλείαν δ., σε Ξεν. 2. υπηρετώ ως δούλος ή είμαι υποταγμένος στην εξουσία ως υπήκοος, αντίθ. προς το ἄρχω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τῇ γῇ δ., είμαι υπόδουλος στη γη κάποιου, δηλ. παραχωρώ δικαιώματα, για να την διατηρήσω, σε Θουκ.