Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δορυφόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δορῠ-φόρος, -ον (φέρω),· I. αυτός που κουβαλά δόρυ μαζί του, σε Αισχύλ. II. 1. ως ουσ., λογχοφόρος, σωματοφύλακας, σε Ξεν. 2. δορυφόροι, οἱ, φρουροί βασιλιάδων και τυράννων, Λατ. satellites, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., ἡδοναὶ δ., δευτερεύουσες απολαύσεις, σε Πλάτ.