Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δοξάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δοξάζω, μέλ. -άσω, I. 1. σκέφτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, υποθέτω, εικάζω, με αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ. που παραλείπεται, πῶς ταῦτ' ἀληθῆ δοξάσω; πώς μπορώ να υποθέσω ότι αυτά είναι αληθή; στον ίδ.Παθ., δοξάζεται (ενν. εἶναι), υποθέτουν ότι είμαι, σε Πλάτ. 2. με σύστ. αιτ., δόξαν δοξάζειν, αποδέχομαι, υιοθετώ μια γνώμη, στον ίδ. 3. απόλ., έχω τη γνώμη, πιστεύω, φρονώ, σε Σοφ., Θουκ. II. εγκωμιάζω, εκθειάζω, επαινώ, εξυμνώ, τιμώ, στον ίδ.