LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δοκός"
- δοκός, ἡ, μεταγεν., ὁ, (δέχομαι), δοκάρι που στηρίζει το ταβάνι, πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, δοκάρι ή μαδέρι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· μοχλός πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ.