Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δοκιμάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δοκιμάζω, μέλ. -άσω (δόκιμοςI. υποβάλλω σε δοκιμή μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, ανακρίνω, υποβάλλω σε δοκιμασία, εξετάζω, ερευνώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· έπειτα, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν. III. 1. στην Αθήνα, εξετάζω και εγκρίνω ως κατάλληλο για ένα αξίωμα, και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως κατάλληλος, σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., ἱππεύειν δεδοκιμασμένος, σε Ξεν. 2. εξετάζω και επιτρέπω την εισαγωγή αγοριών στην τάξη των ἐφήβων ή ἐφήβων στην τάξη των ανδρών· και στην Παθ., υφίσταμαι τη δοκιμασία, εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην, σε Δημ. IV. με απαρ., θεωρώ κάποιον ικανό να κάνει κάτι ή με αρνητ., θεωρώ κάποιον ακατάλληλο να, σε Κ.Δ.