Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δοκέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δοκέω, παρατ. ἐδόκουν· ο μέλ. και οι άλλοι χρόνοι είναι διπλοί. Από το *δόκω, μέλ. δόξω, αόρ. αʹ ἔδοξα, Παθ. ἐδόχθην, Παθ. παρακ. δέδογμαι. Από το δοκέω, μέλ. δοκήσω, Δωρ. δοκησῶ ή -ᾱσῶ, αόρ. αʹ ἐδόκησα, Επικ. δόκησα, Παθ. ἐδοκήθην, παρακ. δεδόκηκα, Παθ. δεδόκημαι· I. 1. videor mihi, νομίζω, θεωρώ, υποθέτω, εικάζω, φαντάζομαι, αναμένω, προσδοκώ, με αιτ. και απαρ., δοκέω νικησέμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὔ σε δοκέω πείθεσθαι, σε Ηρόδ.· τεκεῖν δράκοντ' ἔδοξεν, της φάνηκε ότι το φίδι γέννησε, σε Αισχύλ.· ἔδοξ' ἰδεῖν, Λατ. visus sum videre, μου φάνηκε, νόμισα ότι είδα, σε Ευρ.· ἀείδειν δοκῶ, μου φαίνεται, νομίζω ότι τραγουδώ, σε Αισχύλ. 2. απόλ., έχω ή διαμορφώνω μια γνώμη, περίτινος, σε Ηρόδ.· σε παρενθετικές εκφράσεις, ὡς δοκῶ, σε Τραγ.· πῶς δοκεῖς; πώς σκέφτεσαι; πώς φαντάζεται; σε Ευρ. 3. δοκῶ μοι στην Αττ., όπως ακριβώς το δοκεῖ μοι, όπως το Λατ. videor mihi αντί videtur mihi, νομίζω, μου φαίνεται, με απαρ., σε Ηρόδ., κ.τ.λ.· επίσης, είμαι αποφασισμένος, με απαρ., σε Αριστοφ. 4. με απαρ. επίσης, παρουσιάζομαι ή προσποιούμαι ότι κάνω, Λατ. simulo, ή με άρνηση, παρουσιάζομαι ή προσποιούμαι ότι δεν κάνω κάτι, Λατ. dissimulo· ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν, σε Ευρ. II. 1. videor, φαίνομαι σε κάποιον, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. απόλ., φαίνομαι κατά αντίθετη με ό,τι είμαι στην πραγματικότητα, οὐδοκεῖν, ἀλλ' εἶναι θέλει, σε Αισχύλ. 3. μου φαίνεται καλό, αποφασίζω, Λατ. placere, εἰ δοκεῖ σοι ταῦτα, στον ίδ. 4. α) απρόσ., δοκεῖ μοι, με περίπου ίδια σημασία με το δοκῶμαι (ανωτ. I. 3), φαίνεται σε εμένα, μου φαίνεται, μου φαντάζει, νομίζω, ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σε διατάγματα, ψηφίσματα και άλλα παρόμοια, ἔδοξε τῇ βουλῇ, placuit senatui, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ δόξαν, το ψήφισμα, η απόφαση, σε Ηρόδ.· τὰ δόξαντα, σε Σοφ.· παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν, σε Θουκ.· ομοίως στην Παθ., δέδοκται, Λατ. visum est, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. β) αιτ. απόλ., δόξαν, όταν διατάχθηκε ή αποφασίσθηκε, δόξαν αὐτοῖς ὥστε διαναυμαχεῖν (δηλ. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς), σε Θουκ.· ομοίως, δεδογμένον αὐτοῖς, στον ίδ. 5. θεωρούμαι ή φημολογούμαι, ἄξιοι δοκοῦντες, στον ίδ.· οἱ δοκοῦντες εἶναί τι, άνδρες που θεωρούνται ότι είναι κάτι, άνδρες φήμης, σε Πλάτ.· ομοίως, οἱ δοκοῦντες μόνο του, σε Ευρ.· τὰ δοκοῦντα, αντίθ. προς τὰ μηδὲν ὄντα, στον ίδ.· επίσης στην Παθ., οἱ δεδογμένοι ἀνδρόφονοι, αυτοί οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία, σε Δημ.