LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δογματίζω"
- δογματίζω, μέλ. -σω, 1. αποφαίνομαι, δ. τινὰ καλήν, την ανακηρύσσω καλή, όμορφη, σε Ανθ. 2. στην Παθ., λέγεται για πρόσωπα, υποτάσσομαι στα διατάγματα, σε Κ.Δ.