LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δμώς"
- δμώς, -ωός, ὁ (δαμάζω), δούλος πολέμου, αιχμάλωτος, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα γενικά, δούλος, στο ίδ., σε Σοφ., Ευρ.· Επικ. δοτ. πληθ., δμώεσσι, σε Ομήρ. Οδ.