Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διώκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διώκω, Επικ. απαρ. διωκέμεναι, -έμεν, μέλ. -ξω και -ξομαι, αόρ. αʹ ἐδίωξα, αόρ. βʹ ἐδιώκᾰθον, απαρ. διωκαθεῖνΠαθ. μέλ. διωχθήσομαι και στον Μέσ. τύπο διώξομαι, αόρ. αʹ ἐδιώχθην, παρακ. δεδίωγμαι (δίω II)· I. 1. καταδιώκω κάποιον, κυνηγώ, θηρεύω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., διώκεσθαί τινα πεδίοιο, καταδιώκω κάποιον πάνω ή κατά μήκος της πεδιάδας, σε Όμηρ.· είμαι ακόλουθος, οπαδός, μαθητής ενός προσώπου, προσκολλώ τον εαυτό μου σε εκείνον, σε Ξεν. 2. επιδιώκω κάτι, έναν στόχο, ψάχνω, αναζητώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· δ. τὰ συμβάντα, ακολουθώ ή αναμένω το συμβάν, σε Δημ. II. αποδιώχνω ή απομακρύνω, αποπέμπω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. III. λέγεται για τον άνεμο, οδηγώ, παρασύρω ένα πλοίο· λέγεται για κωπηλάτες, ωθώ, σπρώχνω προς την κατεύθυνση, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως για άρμα, οδηγώ, Χρησμ. παρ' Ηροδ.· δ. πόδα, κινούμαι, σε Αισχύλ.· έπειτα, αμτβ., προχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.· σπεύδω, τρέχω, καλπάζω, σε Αισχύλ. IV. ως δικανικός όρος, κατηγορώ, εγκαλώ κάποιον· ὁδιώκων, κατήγορος (αντίθ. προς το ὁ φεύγων, κατηγορούμενος), σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὁ διώκων τοῦ ψηφίσματος, αυτός που ψέγει και καταγγέλλει τη λεκτική διατύπωση του ψηφίσματος, σε Δημ.· με γεν. ποινής, θανάτου ή περὶ θανάτου δ. τινά, Λατ. capitis accusare, σε Ξεν.· αλλά με γεν. αιτίας, κατηγορώ κάποιον για, στρέφομαι εναντίον, δ. τινὰ τυραννίδος, σε Ηρόδ.· δειλίας, σε Αριστοφ.· φόνου, σε Πλάτ.· αλλά, φόνον τινός δ., εκδικούμαι το φόνο κάποιου άλλου, σε Ευρ.