Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διψάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διψάω (οι τύποι σε αε συναιρούνται σε η όχι α, όπως στο πεινάω), γʹ ενικ. διψῇ, απαρ. διψῆν, γʹ ενικ. παρατ. ἐδίψη, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδίψησα, παρακ. δεδίψηκα (δίψα1. διψώ, διψάων [ᾱ], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το έδαφος, είμαι διψασμένος, είμαι στεγνός, ξηρός, άνυδρος, σε Ηρόδ. 2. μεταφ., «διψώ», επιθυμώ σφόδρα ένα πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.· έπειτα με αιτ., σε Ανθ., Κ.Δ.· με απαρ., επιθυμώ να πράξω, σε Ξεν.