LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διοίκησις"
- διοίκησις, -εως, ἡ, I. κυβέρνηση, διοίκηση, τῆς πόλεως, σε Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, διαχείριση του κεντρικού δημοσίου ταμείου, σε Δημ.· ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, διευθύνων, διαχειριστής του ταμείου, παρά Δημ. II. 1. μία από τις μικρότερες Ρωμαϊκές επαρχίες, σε Κικ. 2. εκκλησιαστική υποδιαίρεση, δικαιοδοσία επισκόπου, «επαρχία».