LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δικτάτωρ"
- δικτάτωρ[ᾱ], -ορος ή -ωρος, ὁ, Ρωμαίος dictator, σε Πολύβ.
- δικτᾱτωρεία ή -ία, ἡ, αξίωμα του dictator, απολυταρχία, τυραννία, δικτατορικό καθεστώς, σε Πλούτ.