
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διηνεκής"
- δι-ηνεκής, Αττ. επίσης δι-ᾱνεκής, -ές (δι-ήνεγκα),· αέναος, αδιάσπαστος, συνεχής, αδιάκοπος, Λατ. continuus, σε Ομήρ. Οδ.· νώτοισι διηνεκέεσσι, με κομμάτια που κόπηκαν κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης σφαγίου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., διηνεκέως, συνεχόμενα, από την αρχή ως το τέλος, Λατ. uno tenore, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, σαφώς, ρητώς, απαύστως, στο ίδ., σε Ησίοδ.