LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διηθέω"
- δι-ηθέω, μέλ. -ήσω, I. 1. διυλίζω, στραγγίζω, φιλτράρω, Λατ. percolare, σε Πλάτ. 2. ξεπλένω, καθαρίζω, εξαγνίζω, καθαίρω, εκπλένω, σε Ηρόδ. II. αμτβ., λέγεται για υγρά, στραγγίζομαι, φιλτράρομαι, στον ίδ.

