LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διδάσκαλος"
- δῐδάσκᾰλος, ὁ και ἡ (δῐδάσκω), I. δάσκαλος, γραμματοδιδάσκαλος, καθηγητής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.· εἰςδιδασκάλου (ενν. οἶκον) φοιτᾶν, πηγαίνω στο σχολείο, σε Πλάτ.· διδασκάλων ή ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι, εγκαταλείπω, αφήνω το σχολείο, αποφοιτώ, στον ίδ.· ἐν διδασκάλων, στο σχολείο, στον ίδ. II. ένας δραματικός ποιητής αποκαλούνταν διδάσκαλος, επειδή δίδασκε τους υποκριτές, σε Αριστοφ.