Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαχέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-χέω, μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ -έχεα, Επικ. -έχευα· I. 1. χύνω και σκορπίζω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω, σε Ηρόδ.· διαμελίζω, τεμαχίζω ένα θύμα, σε Όμηρ. 2. διαλύω, χωρίζω, καταστρέφω, σε Ξεν. 3. μεταφ., συγχέω, τὰ βεβουλευμένα, σε Ηρόδ. II. 1. Παθ., μεταγγίζω από ένα δοχείο σε ένα άλλο, στον ίδ. 2. διατρέχω ανάμεσα, διαχέομαι, εξαπλώνομαι, σε Θουκ. 3. είμαι διαλυμένος, αποσυντίθεμαι, λέγεται για ένα πτώμα, σε Ηρόδ.· λιποτακτώ, διασκορπίζομαι, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν. 4. μεταφ., διασκεδάζω ή είμαι διαλυμένος ηθικά, έκλυτος, ακόλαστος, σε Πλάτ.