Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαφυλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-φῠλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακολουθώ προσεκτικά, περιφρουρώ στενά, σε Ηρόδ. κ.λπ.Μέσ., φυλάω για χάρη μου, για λογαριασμό μου, σε Ευρ. 2. παρατηρώ, διατηρώ προσεκτικά, τὰ μέτρα, σε Ηρόδ. 3. παρακολουθώ, περιφρουρώ, προφυλάσσω, τοὺς νόμους, σε Πλάτ.· δ. τὸ μή, με απαρ., περιφρουρώ ενάντια στο να είναι..., στον ίδ.