LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαφθορεύς"
- διαφθορεύς, -έως, ὁ, διαφθορέας (ό,τι και στη Ν.Ε.), τῶν νόμων, σε Πλάτ.· ως θηλ. στον Ευρ.