Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαφθείρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-φθείρω, μέλ. -φθερῶ, Επικ. -φθέρσω, παρακ. -έφθαρκα και διέφθοραΠαθ. μέλ. -φθᾰρήσομαι, Ιων. φθερέομαι, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. διεφθάρατο· I. 1. καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· αποτελειώνω, σκοτώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, σε Σοφ. κ.λπ.· δ. χεῖρα, αποδυναμώνω, εξασθενώ, κάμπτω, λυγίζω το χέρι κάποιου, σε Ευρ.· θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω ένα πλοίο, σε Ηρόδ.· απόλ., ξεχνώ, ξεμυαλίζω, σε Ευρ. 2. με ηθική σημασία, εξαχρειώνω, διαφθείρω, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, διαφθείρω με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· αποπλανώ, σε Λυσ. 3. οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος, έχοντας αλλάξει τίποτα από το χρώμα του, σε Πλάτ. II. Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, κουφός, στον ίδ.· τὰ σκέλεα δ., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· τὰ ὄμματα δ., τυφλός, σε Πλάτ.· τὰς φρένας, σε Ευρ.· τὸ φρενῶν διαφθαρέν, απώλεια της νόησης κάποιου, φρενοβλαβής, στον ίδ. III. παρακ. διέφθορα είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το μυαλό μου· αλλά στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ.