Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαφέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διαφέρω, μέλ. -οίσω και -οίσομαι, αόρ. αʹ. -ήνεγκα, Ιων. -ήνεικα, αόρ. βʹ. -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα· I. 1. μεταφέρω από πάνω ή απέναντι, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· μεταφέρω, μεταδίδω, μεταβιβάζω από τον ένα στον άλλο, κηρύγματα, σε Ευρ.· μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θα θέσει τη γλώσσα του σε κίνηση, θα μιλήσει, σε Σοφ. 2. λέγεται για χρόνο, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, περνώ, διέρχομαι τη ζωή, σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., ἄπαις διοίσει, στον ίδ. — στη Μέσ., διοίσεται, θα περάσει, θα ζήσει τη ζωή του, σε Σοφ.· σκοπούμενος διοίσει, σε Ξεν. 3. φέρω διαμέσου, φέρω ως το τέλος, σκῆπτρα, σε Ευρ. κ.λπ. 4. αντέχω ως το τέλος, βαστώ, υποφέρω, αντέχω, φέρνω εις πέρας, πόλεμον, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. μεταφέρω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω ή αναζητώ, ψάχνω. 2. διαδίδω, εξαπλώνω ολόγυρα, σε Δημ. 3. σχίζω στα δυο, τεμαχίζω, Λατ. differre, σε Αισχύλ., Ευρ. 4. δ. τὴν ψῆφον, προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο μου, δηλ. την καταμετρώ εναντίον του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο καθένας δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ. III. 1. αμτβ., διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος, σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι διαφορετικός από, στον ίδ., σε Αριστοφ. 2. απρόσ., διαφέρει, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει διαφορά, πλεῖστον δ., Λατ. multum interest, βραχὺ δ., διαφέρει λίγο, σε Ευρ.· οὐδέν διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., διαφέρει μοι, κάνει τη διαφορά για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ., διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό συμφέρον, σε Θουκ. 3. τὸ δ., τὰ διαφέροντα, διαφορά, πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά τὰ δ. επίσης απλώς, σημεία, χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ. 4. είμαι διαφορετικός από κάποιον, δηλ. τον ξεπερνώ, υπερέχω αυτού· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ. σημασία, διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον εαυτό του από..., σε Ξεν. 5. επικρατώ, κυριαρχώ, υπερισχύω, λέγεται για πεποίθηση, αντίληψη, σε Θουκ. IV. Παθ., διαφέρω, βρίσκομαι σε διαφορά, συγκρούομαι, περίτινος, σε Ηρόδ.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ.· οὐ διαφέρομαι = οὔ μοι διαφέρει, σε Δημ.