LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διατρέπω"
- δια-τρέπω, μέλ. -ψω, στρέφω μακριά από ένα πράγμα, μεταστρέφω, — Παθ. με Μέσ. μέλ., Μέσ. αόρ. βʹ -ετραπόμην και Παθ. -ετράπην [ᾰ], αποτρέπομαι από το σκοπό μου, μεταπείθομαι, είμαι μπερδεμένος, περιπλεγμένος, σε Δημ.