Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαστέλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-στέλλω, μέλ. -στελῶ, 1. χωρίζω, εκτείνω, απομακρύνω, αποχωρίζω, σε Πλούτ. 2. διαχωρίζω, διακρίνω, διαφοροποιώ, ορίζω, τὰ λεγόμενα, σε Πλάτ.· ομοίως, αποφασίζω, στον ίδ. 3. δίνω ορισμένες και ρητές διαταγές, στη Μέσ., σε Κ.Δ.