Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διασπείρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-σπείρω, μέλ. -σπερῶ, εξαπλώνω, διασκορπίζω τριγύρω, σπαταλώ, καταξοδεύω, λέγεται για χρήματα, σε Ηρόδ.· δ. λόγον, σε Ξεν.· σπαταλώ, σε Σοφ.Παθ., διασκορπίζομαι ολόγυρα, αόρ. βʹ, διεσπάρην [ᾰ], στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ.