LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διασκευάζω"
- δια-σκευάζω, μέλ. -άσω, I. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, εξοπλίζω, προετοιμάζω, σε Λουκ. — Παθ., μτχ. παρακ., διεσκευασμένοι, ντυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Πλούτ. — Μέσ., προετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι, προνοώ, σε Θουκ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν. II. Μέσ., διασκευασάμενος τὴν οὐσίαν, έχοντας διαθέσει την περιουσία του, σε Δημ.