LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διασκεδάννυμι"
- δια-σκεδάννῡμι, μέλ. Αττ. -σκεδῶ, αόρ. αʹ -εσκέδᾰσα, γʹ ενικ. ευκτ. -σκεδασεῖεν· I. διασκορπίζω μακριά, στους ανέμους, διασπείρω, διαχέω, Λατ. dissipare, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. 2. αποδεκατίζω, διαλύω μια στρατιά, σε Ηρόδ. — Παθ., διασκορπίζομαι, μτχ. αορ. αʹ και μτχ. παρακ., διασκεδασθέντες, διεσκεδασμένοι, στον ίδ.