Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαρρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διαρ-ρέω, μέλ. διαρ-ρεύσομαι, αόρ. βʹ δι-ερρύην, παρακ. δι-ερρύηκα· I. 1. ρέω ανάμεσα, δια μέσου, σε Ηρόδ. 2. διολισθαίνω, ξεγλιστρώ, τῶν χειρῶν, σε Λουκ. 3. λέγεται για πλοίο, έχω διαρροή, βάζω νερά, στον ίδ. 4. λέγεται για φήμη, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ. 5. χείλη διερρυηκότα, με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ. II. διαρρέω όπως το νερό, εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, χάριςδιαρρεῖ, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, ιδροκοπώ, σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.