Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαρκής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διαρκής, -ές, 1. αρκετός, επαρκής, υπεραρκετός, σε Θουκ. 2. συνεχής, μόνιμος, διαρκής, αδιάκοπος, επίμονος, εξακολουθητικός, σε Δημ.· επίρρ. -κῶς, υπερθ. διαρκέστατα, επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.