Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαπλατύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-πλᾰτύνω[ῡ], μέλ. -ῠνῶ, διευρύνω, διαστέλλω, επεκτείνω, φαρδαίνω, σε Ξεν.