LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διανέμω"
- διανέμω, μέλ. -νεμῶ, παρακ. —νενέμηκα· διαμοιράζω, καταμερίζω, τί τινι, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ διανεμηθῆναι, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Κ.Δ.