Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαμπερές"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δι-αμπερές (ἀμ-πείρω=ἀνα-πείρω), επίρρ.: I. 1. λέγεται για τόπο, πέρα ως πέρα, εντελώς δια μέσου, ολωσδιόλου ανάμεσα, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. II. απόλ., αδιάλειπτα, συνεχόμενα, επανειλημμένα, σε Όμηρ. 2. λέγεται για χρόνο, από την αρχή ως το τέλος, αιωνίως, στον ίδ.· διαμπερὲς ἀιεί, πάντοτε, αιωνίως, σε Ομήρ. Ιλ.