LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαμετρέω"
- δια-μετρέω, μέλ. -ήσω, 1. μετρώ ανάμεσα, καταμετρώ, υπολογίζω, χῶρον δ., μετρώ τις παρυφές για τη μονομαχία, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἡμέρα διαμεμετρημένη, υπολογισμένος χρόνος από την κλεψύδρα, σε Δημ. 2. διαιρώ μετρώντας σε μέρη, διανέμω, σε Ξεν. κ.λπ. — Μέσ., έχω αποδώσει σε κάποιον κατά το ισχύον μέτρο, εκλαμβάνω ως μερίδιο, Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ξεν.