LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαμερίζω"
- δια-μερίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, I. διαμοιράζω, διανέμω, σε Πλάτ. II. διαχωρίζω, διαιρώ — Μέσ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Κ.Δ.