Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαμαρτύρομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-μαρτύρομαι[ῡ], αποθ.: 1. επικαλούμαι θεούς και ανθρώπους ως μάρτυρες, Λατ. obtestari, σε Δημ.· δ. μή..., με απαρ., στον ίδ.· δ. τινι μὴ ποιεῖν, εγείρω ένσταση εναντίον της πράξεώς του, σε Αισχίν. 2. γενικά, διαμαρτύρομαι, διακηρύττω σοβαρά, σε Πλάτ. 3. απόλ., ζητώ επίμονα από κάποιον, εξορκίζω, σε Ξεν.