LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαμένω"
- δια-μένω, μέλ. -μενῶ, παρακ. -μεμένηκα· παραμένω διαρκώς, αναμένω, τινί, σε Ξεν.· επιμένω, ἔν τινι, σε Πλάτ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.· απόλ., τηρώ τη θέση μου, μένω σταθερός, σε Δημ.· με μτχ., δ. λέγων, συνεχίζω να μιλώ, στον ίδ.