LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαλλαγή"
- διαλλᾰγή, ἡ (διαλλάσσω),· I. ανταλλαγή, αλλαγή, σε Ευρ. II. αλλαγή, μετάβαση από εχθρότητα σε φιλία, συμφιλίωση, ανακωχή, ειρήνευση, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ πρός τινα, σε Δημ.