Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαλλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δι-αλλάσσω Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρακ. δι-ήλλᾰχαΠαθ. μέλ. δι-αλλαχθήσομαι και -αλλᾰγήσομαι, αόρ. αʹ -ηλλάχθην και -ηλλάγην [ᾰ], παρακ. -ήλλαγμαι· I. Μέσ., ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο, κάνω ανταλλαγή, σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω ανταλλαγή, σε Ξεν. II. Ενεργ., δίνω κάτι σε ανταλλαγή· 1. δίνω ως αντάλλαγμα, τί τινι, σε Ευρ.· τι ἀντί τινος, σε Πλάτ. 2. παίρνω ως αντάλλαγμα, στον ίδ.· δ. τὴν χώραν, ανταλλάσσω μια χώρα για μια άλλη, αλλάζω μια χώρα με την άλλη, δηλ. περνώ, διασχίζω μια περιοχή, σε Ξεν. 3. απλώς, παραλλάσσω, αλλάζω, τοὺς ναυάρχους, στον ίδ. III. μετατρέπω την εχθρότητα σε φιλία, συμφιλιώνω, συμφιλιώνω τον ένα με τον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· τινὰ πρός τινα, σε Αριστοφ.· ή με αιτ. πληθ. μόνο, σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., συμφιλιώνω, σε Πλάτ.Παθ., συμφιλιώνομαι, γίνομαι φίλος, μονοιάζω, σε Αισχύλ. κ.λπ. IV. αμτβ., με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., διαφέρω από κάποιον σε κάτι, διαλλάσειν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι, σε Ηρόδ.· απόλ., τὸ διαλλάσσον, η διαφορά, σε Θουκ. V.Παθ., είμαι διαφορετικός, Λατ. distare, στον ίδ.