LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαλεκτικός"
- διαλεκτικός, -ή, -όν (διαλέγομαι), έμπειρος στη διαλογική συζήτηση, ικανός στην επιχειρηματολογία (διαλεκτική), σε Πλάτ.· ἡ διαλεκτική (ενν. τέχνη), η τέχνη της συζήτησης με ερωτήσεις και απαντήσεις, η τέχνη της διαλεκτικής, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, κατά τρόπο λογικό, με επιχειρήματα, στον ίδ.