Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαλαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ διέλᾰβον, παρακ. διείληφα, Παθ. παρακ. -είλημμαι ή -λέλημμαι, Ιων. -λέλαμμαι· I. λαμβάνω, παίρνω ή δέχομαι χωριστά, δηλ. ο καθένας παίρνει για τον εαυτό του, ο καθένας παίρνει το μερίδιό του, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. πιάνω ή αρπάζω ξεχωριστά, διαλαβόντες τὰςχεῖρας καὶ τοὺς πόδας, σε Ηρόδ.· γενικά, πιάνω, αρπάζω, δράττομαι, συλλαμβάνω, τινά, στον ίδ. 2. ως όρος της γυμναστικής, πιάνω από τη μέση, κρατώ γερά με λαβή, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για τη ψυχή, διειλημμένη ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς, σε Πλάτ. III. 1. διαιρώ, διαχωρίζω, τὸν ποταμὸν ἐς τριηκοσίας διώρυχας δ., σε Ηρόδ.Παθ., ποταμὸς διαλελαμμένος πενταχοῦ, διαιρεμένος σε πέντε κανάλια, διώρυγες, στον ίδ.· θώρακες διειλημμένοι τὸ βάρος, θώρακες που έχουν το βάρος τους κατανεμημένο, σε Ξεν. 2. σημειώνω κατά διαστήματα, σε Ψήφ. παρά Δημ. 3. κόβω, αποκόπτω, διαχωρίζω, διακόπτω, σε Θουκ. 4. χαράσσω γραμμή, σημειώνω, διακρίνω — Παθ., χρώμασι διειλημμένη, ευδιάκριτη, σημειωμένη, με ποικιλία χρωμάτων, σε Πλάτ. 5. ξεχωρίζω στη σκέψη, διακρίνω στο μυαλό, στον ίδ.· εκθέτω, διατυπώνω, αναπτύσσω με σαφήνεια, παρά Δημ.