Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διακόπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-κόπτω, μέλ. -ψω, 1. κόβω στα δύο, κόβω στη μέση, κόβω πέρα για πέρα, σε Θουκ. 2. διασπώ τις τάξεις, γραμμές του εχθρού, τὴν τάξιν, σε Ξεν.· έπειτα, διέρχομαι μέσα από τις τάξεις του εχθρού, στον ίδ.