LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διακριβόω"
- δι-ακρῑβόω, μέλ. -ώσω, εξακριβώνω, εξετάζω ή συζητώ κάτι λεπτομερώς ή με ακρίβεια, τι, σε Ξεν. — Παθ., οδηγούμαι στην τελειότητα, σε Αριστ.· διακρῑβωτέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να εξετάσει λεπτομερειακά, εκτενώς, διεξοδικά, επιμελώς, σε Πλούτ.