Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διακρίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-κρίνω[ῑ], μέλ. -κρῐνῶ, I. 1. διαχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.· ξεχωρίζω τους αντιμαχόμενους πολεμιστές, και στην Παθ., διαχωρίζομαι, σε Όμηρ.· ομοίως και στο Μέσ. μέλ. διακρῐνέεσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων, σε Θουκ.· διακρίνεσθαι πρός..., διαχωριζόμαστε και κατατασσόμαστε σε διαφορετικά στρατόπεδα, στον ίδ. 2. Παθ., αναλύομαι, διαλύομαι, χωρίζομαι στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ. II. διακρίνω, ξεχωρίζω, Λατ. discernere, τὸ σῆμα, σε Ομήρ. Οδ.· οὐδένα διακρίνων, χωρίς να γίνεται διάκριση προσώπων, σε Ηρόδ.Παθ., διεκέκριτο οὐδέν, καμία διάκριση δεν είχε γίνει, σε Θουκ. III. τακτοποιώ, αποφασίζω, γνωμοδοτώ, κρίνω, λέγεται για δικαστές, σε Ηρόδ., Θεόκρ.Μέσ., νεῖκος δ., διαλύω, επιλύω τη φιλονικία, σε Ησίοδ.Παθ., έρχομαι σε απόφαση, αποφασίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· περί τινος, σε Πλάτ.· αντιμάχομαι με κάποιον, τινι, σε Κ.Δ.· μάχῃ διακρινθῆναι πρός τινα, σε Ηρόδ. IV.Παθ., αμφιβάλλω, διστάζω, σε Κ.Δ.