LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διακομίζω"
- δια-κομίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, μεταφέρω ή μεταβιβάζω, σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ., μεταβιβάζω κάτι από αυτά που μου ανήκουν, σε Ηρόδ. — Παθ., μεταβιβάζομαι, διέρχομαι, διασχίζω, σε Θουκ.