Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαιρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δι-αιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -εῖλον, Παθ. αόρ. αʹ -ῃρέθην, διαμερίζω κάτι από κάτι άλλο, χωρίζω στα δύο, διαιρώ, διανέμω σε μέρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· δ. λαγόν, ανοίγω κόβοντας, στον ίδ.· δ. πυλίδα, ανοίγω κάτι σπάζοντάς το, σε Θουκ.· δ. τὴν ὀροφήν, την κατεδαφίζω, την καταστρέφω, στον ίδ.· δ.τοῦ τείχους, γκρεμίζω μέρος - τμήμα του τείχους, δημιουργώ, προξενώ ρήγμα σε αυτό, στον ίδ.· τὸ διῃρημένον, ρήγμα, στον ίδ. II. 1. διαιρώ, διαχωρίζω, δύο μοίρας Λυδῶν, τους Λυδούς σε δύο μέρη, σε Ηρόδ.· ομοίως, δ.τριχῇ, σε Πλάτ.· εἰς δύο, σε Δημ.Μέσ., διαιρούν για τους εαυτούς τους, ναῦς, σε Θουκ., αλλά επίσης διαμοιράζουν αναμεταξύ, ανάμεσά τους, σε Ησίοδ., Ηρόδ.Παθ., διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, χωρισμένοι, μοιρασμένοι σε βάρδιες, σε Θουκ. 2. αναλύω στα συστατικά στοιχεία, σε Πλάτ. III. 1. διακρίνω, σε Αριστοφ. 2. ορίζω, αποφασίζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέω κάτι με σαφήνεια, ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, εξηγώ, ερμηνεύω, σε Ηρόδ., Αττ.